- πηγόμαλλος
- πηγό-μαλλος,A = πηγεσίμαλλος, coined by Eust.404.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηγόμαλλος — ον, Μ πηγεσίμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγός + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] … Dictionary of Greek